- ἀδωρόληπτος
- ἀ-δωρό-ληπτος, dass
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
αδωρόληπτος — ἀδωρόληπτος, ον (Μ) [δωροληπτῶ] αδωροδόκητος, αδιάφθορος … Dictionary of Greek
ἀδωρόληπτος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδωρόληπτον — ἀδωρόληπτος masc/fem acc sg ἀδωρόληπτος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)